- ερημοτελωνία
- ἐρημοτελωνία, ἡ (Α)1. φόρος για τη συντήρηση τής φρουράς τών συνόρων που βρίσκονταν στην έρημο, βλ. ερημοφυλακία2. το στρατιωτικό σώμα τών φρουρών τής ερήμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος*) + τελωνία].
Dictionary of Greek. 2013.